- οσμανλής
- ο, θηλ. -ίδισσασυν. στον πληθ. οσμανλήδεςένα από τα τουρκομανικά φύλα που έφθασε στη Μικρά Ασία κατά τον 13ο αιώνα προερχόμενο από τον Ανω Ευφράτη και εγκαταστάθηκε στην περιοχή Σογιούτ, κοντά στο Εσκή-Σεχίρ τής σημερινής κεντροδυτικής Τουρκίας, περιοχή που αποτέλεσε τον πυρήνα τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < Οσμάν, όν. τού γενάρχη τού τουρκομανικού αυτού φύλου, + κατάλ. -λής (< τουρκ. li)].
Dictionary of Greek. 2013.